Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ σαυτῷ

См. также в других словарях:

  • σαυτῶ — σαυτοῦ masc/neut gen sg (doric aeolic) σαυτοῦ neut gen sg (doric aeolic) σαυτοῦ masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυτῷ — σαυτοῦ masc/neut dat sg σαυτοῦ neut dat sg σαυτοῦ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυτῶι — σαυτῷ , σαυτοῦ masc/neut dat sg σαυτῷ , σαυτοῦ neut dat sg σαυτῷ , σαυτοῦ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евгений Булгар — бывший Славенский и Херсонский Архиепископ, Ордена Св. Александра Невского Кавалер, Почетный Член Санкт Петербургской Императорской Академии Наук и Лондонской Академии Древностей, а также Императорского Санкт Петербургского Вольного… …   Большая биографическая энциклопедия

  • προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …   Dictionary of Greek

  • σύνοιδα — και αττ. τ. ξύνοιδα Α [οἶδα] 1. έχω συνείδηση, επίγνωση κάποιου πράγματος («τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις;», Σοφ.) 2. έχω συνείδηση, γνωρίζω ενδόμυχα κάτι (α. «ξύνοιδ ἐμαυτῇ πολλά δείν », Αριστοφ. β. «ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων»,… …   Dictionary of Greek

  • φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… …   Dictionary of Greek

  • ՔԵԶԷՆ — ( ) NBH 2 1002 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c մ. ՔԵԶԷՆ, դու քեզէն, քեզէն զքեզ. ՔԵԶՈՅՆ. քեզ քեզոյն, քեզոյն զքեզ. σύ tu σεαυτῷ, σαύτῳ, ταυτόν, ἐαυτόν tibi ipsi, ex te, te ipsum ἑν σεαυτῴ in te ipse եւն. Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՔԵԶՈՅՆ — ( ) NBH 2 1002 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c մ. ՔԵԶԷՆ, դու քեզէն, քեզէն զքեզ. ՔԵԶՈՅՆ. քեզ քեզոյն, քեզոյն զքեզ. σύ tu σεαυτῷ, σαύτῳ, ταυτόν, ἐαυτόν tibi ipsi, ex te, te ipsum ἑν σεαυτῴ in te ipse եւն. Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»